διδασκομένων

διδασκομένων
διδάσκω
instruct
pres part mp fem gen pl
διδάσκω
instruct
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Theophilos Kairis — Theóphilos Kaíris Theóphilos Kaíris (ou Kaíres) (Andros 19 octobre 1784 – Syros 9[1] ou 13 janvier 1853, en grec : Θεόφιλος Καΐρης ; son prénom de baptême était Thomas) fut un enseignant, prêtre, érudit, philosophe et révolutionnaire… …   Wikipédia en Français

  • Theóphilos Kaíris — (ou Kaíres) (Andros 19 octobre 1784 – Syros 9[1] ou 13 janvier 1853, en grec : Θεόφιλος Καΐρης ; son prénom de baptême était Thomas) fut un enseignant, prêtre, érudit, philosophe et révolutionnaire grec. Après des études de philosophie… …   Wikipédia en Français

  • πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο …   Dictionary of Greek

  • παραλληλία — ή, ΝΜ [παράλληλος] η ιδιότητα τών παράλληλων πραγμάτων, το να είναι δύο πράγματα παράλληλα μεταξύ τους νεοελλ. φρ. α) «παραλληλία μαθημάτων» η συγγένεια τών διδασκόμενων μαθημάτων ως προς το περιεχόμενο β) «αξίωμα παραλληλίας» μαθημ. αξίωμα τής… …   Dictionary of Greek

  • σχεδογραφία — η, ΝΜ μέθοδος ερμηνείας και διδασκαλίας τών κειμένων τής κλασικής ελληνικής και βυζαντινής εκκλησιαστικής γραμματείας, που χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στα σχολεία τής βυζαντινής περιόδου και κατά την οποία οι μαθητές ασκούνταν στη γραμματική,… …   Dictionary of Greek

  • σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ιόνιο Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Ιδρύθηκε το 1984 με το προεδρικό διάταγμα 83/1984 (μαζί με τα Πανεπιστήμια Αιγαίου και Θεσσαλίας). Εποπτεύεται από το κράτος (η… …   Dictionary of Greek

  • Σορβόννη — (Sorbonne). Παλιό πανεπιστήμιο του Παρισιού, τώρα έδρα των σχολών Φιλοσοφίας, Επιστημών, της Πρακτικής Σχολής Ανώτερων Σπουδών, της Εθνικής Σχολής Χαρτών και της κεντρικής διοίκησης του Πανεπιστήμιου. Πήρε το όνομα από τον Ρομπέρ ντε Σορμπόν, που …   Dictionary of Greek

  • Τζάρτζανος, Αχιλλέας — (Τίρναβος 1873 – Αθήνα 1946). Έλληνας φιλόλογος και γλωσσολόγος. Ύστερα από τις εγκύκλιες σπουδές του στον Τίρναβο και στη Λάρισα, φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, της οποίας αναγορεύτηκε (1900) αριστούχος διδάκτορας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”